ἑλικῶπις

ἑλικῶπις
ἑλικ-ῶπις, ιδος, and ἑλίκ-ωψ, ωπος (ϝέλιξ, ὤψ): quick-eyed, or, according to others, with arched eye-brows, Il. 1.98, 389.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἑλικῶπις — ἑλίκωψ with rolling eyes fem nom sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελικώπις — η βλ. ελίκωψ …   Dictionary of Greek

  • γλαυκώπις — γλαυκῶπις, ( ιδος), η (Α) 1. (για την Αθηνά) αυτή που έχει λαμπερά ή γκριζογάλανα μάτια 2. γλαυκός («γλαυκῶπις ἐλαία, σελήνη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + ωπις < ωψ, ωπός, «μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. βλοσυρώπις, βοώπις, ελικώπις). Η αρχική σημασία τού …   Dictionary of Greek

  • γοργώψ — ( ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α) 1. ο γοργωπός 2. θηλ. γοργῶπις, η επίθετο τής Αθηνάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + ωψ, ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)] …   Dictionary of Greek

  • ελίκωψ — ἑλίκωψ, ο, η (θηλ. ἑλικῶπις, η) Α αυτός που έχει ζωηρά και ευκίνητα μάτια, που ρίχνει γρήγορες ματιές …   Dictionary of Greek

  • ἑλικῶπι — ἑλίκωψ with rolling eyes fem voc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικῶπιν — ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικώπιδα — ἑλικώ̱πιδα , ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικώπιδας — ἑλικώ̱πιδας , ἑλίκωψ with rolling eyes fem acc pl ἑλικῶπις with rolling eyes fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικώπιδες — ἑλικώ̱πιδες , ἑλίκωψ with rolling eyes fem nom/voc pl ἑλικῶπις with rolling eyes fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑλικώπιδι — ἑλικώ̱πιδι , ἑλίκωψ with rolling eyes fem dat sg ἑλικῶπις with rolling eyes fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”